θηριῶ

θηριῶ
θηριόω
make into a wild beast
pres subj act 1st sg
θηριόω
make into a wild beast
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θηριώ — θηριῶ, όω (ΑΜ) [θηρίο] μσν. (η μτχ. παθ. παρακ. ως επίθ.) θηριωμένος και θεριωμένος, η, ο αυτός που ανήκει σε θηρίο, ο θηριώδης αρχ. 1. μεταβάλλω κάποιον σε θηρίο 2. (για τόπους) είμαι γεμάτος φίδια, ερπετά 3. (ιατρ. για πληγές) γίνομαι κακοήθης …   Dictionary of Greek

  • θηρίῳ — θηρίον wild animal neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρίωι — θηρίῳ , θηρίον wild animal neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθηρίωτος — ἀθηρίωτος, ον (Μ) [θηριῶ] αυτός που δεν αποθηριώθηκε, που δεν έγινε άγριος …   Dictionary of Greek

  • επαντλώ — ἐπαντλῶ, έω (Α) 1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι 2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.) 3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.) 4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι …   Dictionary of Greek

  • θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… …   Dictionary of Greek

  • θηρίωμα — θηρίωμα, τὸ (Α) [θηριώ] κακό έλκος, κακοφορμισμένη πληγή …   Dictionary of Greek

  • θηρίωσις — θηρίωσις, ἡ (Α) [θηριώ] μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο …   Dictionary of Greek

  • κατατρώγω — ((AM κατατρώγω) (επιτ. τ. τού τρώγω) 1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς 2. καταβροχθίζω 3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τόν κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.) 4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”